στεφηφόρος

στεφηφόρος
στεφη-φόρος, ον,= στεφανηφόρος, Lyc.327, Vett. Val.45.32, al.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • στεφηφόρος — masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στεφηφόρος — ον, ΜΑ στεφανηφόρος. [ΕΤΥΜΟΛ. < στέφος «στεφάνη, στέμμα» + φόρος*. Το η τού τ. οφείλεται σε μετρικούς λόγους] …   Dictionary of Greek

  • στεφηφόρον — στεφηφόρος masc/fem acc sg στεφηφόρος neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στεφηφόρε — στεφηφόρος masc/fem voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στεφηφόροι — στεφηφόρος masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στεφηφόροις — στεφηφόρος masc/fem/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στεφηφόρου — στεφηφόρος masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στεφηφόρους — στεφηφόρος masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στεφηφόρων — στεφηφόρος masc/fem/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στεφηφόρῳ — στεφηφόρος masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • -φορος — ΝΜΑ β συνθετικό παροξύτονων και προπαροξύτονων ονομάτων, αρσενικών και θηλυκών, και επιθέτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, το οποίο ανάγεται στην ετεροιωμένη βαθμίδα φορ τής ρίζας τού ρήματος φέρω* και απαντά σε μεγάλο αριθμό συνθέτων (σχεδόν… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”